ουλτραμοντέρνος

ουλτραμοντέρνος
η , ο ультрасовременный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ουλτραμοντέρνος" в других словарях:

  • ούλτρα- — πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό την έννοια τής υπερβολής, π.χ. ουλτραμικροσκόπιο, ουλτραμοντέρνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ultra «πέραν, υπέρ» (πρβλ. γαλλ. ultrachic, αγγλ. ultrasmart κ.λπ.)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»